υπηρεσιακή  κυβέρνηση

υπηρεσιακή  κυβέρνηση
техничка  влада

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας …   Dictionary of Greek

  • Παρασκευόπουλος, Ιωάννης — I (1889 – 1955). Αστρονόμος. Αρχικά εργάστηκε στην Αθήνα και κατόπιν πήγε στην Αμερική, όπου διορίστηκε στο Aστεροσκοπείο του Χάρβαρντ. Διετέλεσε διαδοχικά διευθυντής των σταθμών του Νοτίου Hμισφαίριου της Αρεκίπας (Περού) και του Μπόιντεν της… …   Dictionary of Greek

  • Δραγούμης — Επώνυμο οικογένειας από το Βογατσικό της δυτικής Μακεδονίας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα και στην πολιτική. 1. Ίων ή Ιωάννης (Αθήνα 1878 – 1920). Πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν γιος του Στέφανου Δ. (βλ. 5.). Σπούδασε νομικά και… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… …   Dictionary of Greek

  • Παπάγος, Αλέξανδρος — (Αθήνα 1883 – 1955). Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Βρυξελλών και στη Σχολή Εφαρμογής Ιππικού του Ιπρ, υπηρέτησε στο Επιτελείο του αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13),… …   Dictionary of Greek

  • υπηρεσιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπηρεσία (α. «υπηρεσιακό έγγραφο» β. «υπηρεσιακά καθήκοντα») 2. (για πρόσ.) ο αφοσιωμένος στην υπηρεσία του, αυτός που εκτελεί αμερόληπτα τα καθήκοντά του 3. φρ. α) «υπηρεσιακή κυβέρνηση» βλ.… …   Dictionary of Greek

  • Βάλβης, Δημήτριος — (Μεσολόγγι 1814 – Αθήνα 1892). Δικαστικός και νομομαθής. Έφηβος ακόμη, δοκίμασε τα δεινά της πολιορκίας του Μεσολογγίου, το οποίο μπόρεσε τελικά να εγκαταλείψει και να διαφύγει με τη βοήθεια της μητέρας του στο νησάκι Κάλαμος του Ιονίου. Αργότερα …   Dictionary of Greek

  • Ζολώτας, Ξενοφών — (Αθήνα 1904 –). Οικονομολόγος, πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός και πρωθυπουργός οικουμενικής κυβέρνησης (Νοέμβριος 1989 – Απρίλιος 1990). Σπούδασε στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λειψίας και Παρισιού. Το 1928 έγινε καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Σγουρίτσας, Χρήστος — Συνταγματολόγος και πρώην υπουργός (1895 1966). Γεννήθηκε στο Βασσαρά της Λακωνίας. Διατέλεσε καθηγητής της Παντείου Σχολής (1931 1934). Το 1948 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής του συνταγματικού δίκαιου στο πανεπιστήμιο της Αθή νας και στη συνέχεια …   Dictionary of Greek

  • Αραβαντινός, Σπύρος — (Ιωάννινα 1843 – 1906).Λόγιος και νομομαθής, γιος του Παναγιώτη Αραβαντινού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία σχολή. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Άσκησε το επάγγελμα του δικαστικού και αργότερα του δικηγόρου. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”